εὐκρότητον

εὐκρότητον
εὐκρότητος
well-hammered
masc/fem acc sg
εὐκρότητος
well-hammered
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”